θεωρητικῆς

θεωρητικῆς
θεωρητικός
able to perceive
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μπέτε, Χανς Άλμπρεχτ — (Hans Albrecht Bethe, Στρασβούργο 1906 –). Γερμανός φυσικός. Διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Μονάχου από το 1928, υπήρξε επιμελητής της έδρας Θεωρητικής Φυσικής διάφορων γερμανικών πανεπιστημίων· με την άνοδο του ναζισμού υποχρεώθηκε να… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • Γεννηματάς, Νικόλαος — (Αθήνα 1875 – Βιέννη 1931). Καθηγητής των ανώτερων μαθηματικών και της θεωρητικής μηχανικής. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (τότε Σχολείον Βιομηχανικών Τεχνών). Αρχικά εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός. Το 1900 με… …   Dictionary of Greek

  • Μπρολί, Λουί Βικτόρ ντε- — (Luis Victor de Broglie, Ντιέπ 1892 – 1987). Γάλλος θεωρητικός φυσικός, ιδρυτής της κυματομηχανικής. Διπλωματούχος φιλόλογος από το 1910, αφιερώθηκε στις επιστημονικές μελέτες με την καθοδήγηση του μεγαλύτερου αδελφού του Μορίς, επίσης ικανού… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σόμερφελντ, Άρνολντ — (Sommerfeld). Γερμανός θεωρητικός φυσικός (Κένιξμπεργκ 1868 Μόναχο 1951). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, δίδαξε μαθηματικά και μηχανική στο Κλάουστχαλ και στο Άαχεν, για να γίνει κατόπιν (1906) καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στο… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου …   Dictionary of Greek

  • Ίνφελντ, Λέοπολντ — (Leopold Infeld, Κρακοβία 1898 – Βαρσοβία 1968). Πολωνός φυσικός. Σπούδασε στο Βερολίνο και στην Κρακοβία, όπου πήρε το δίπλωμά του το 1921. Διετέλεσε καθηγητής γυμνασίου και αργότερα καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Άβοφ, ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”